γαρισίχι
(ουσ. ουδ.)
γαρισ̑ίχ̇ι
[ɣariˈʃixi]
Φάρασ.
γαρισ̑ούχ̇ι
[ɣariˈʃuxi]
Αφσάρ.
γαρισ̑χούνι
[ɣariˈʃxuni]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. karışık = α) ανάμεικτος β) ανακατεμένος.
Ανακατεμένος
Συνών.
καρισμίς