ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαρισίχι (ουσ. ουδ.) γαρισ̑ίχ̇ι [ɣariˈʃixi] Φάρασ. γαρισ̑ούχ̇ι [ɣariˈʃuxi] Αφσάρ. γαρισ̑χούνι [ɣariˈʃxuni] Αφσάρ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. karışık = α) ανάμεικτος β) ανακατεμένος.
Ανακατεμένος Συνών. καρισμίς
Τροποποιήθηκε: 04/03/2025