γαργάλεμα
(ουσ. ουδ.)
γαργάλεμα
[ɣarˈɣalema]
Γούρδ.
Από το ρ. γαργαλεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γαργάλημα.
Συνών.
γιντικλάντισμα