ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαργαρίζω (ρ.) γαργαρίζω [ɣarɣaˈrizo] Μαλακ. Αόρ. γαργάρ'σα [ɣarˈɣarsa] Μαλακ. Αρχ. ρ. γαργαρίζω = α) κάνω γαργάρα β) κελαρύζω. Η σημ. ‘φωνάζω δυνατά’ και Σαμοθρ. (βλ. ΙΛΝΕ, λ. γαργαρίζω Ι).
Φωνάζω έντρομος Μαλακ.