γαργαρίζω
(ρ.)
γαργαρίζω
[ɣarɣaˈrizo]
Μαλακ.
Αόρ.
γαργάρ'σα
[ɣarˈɣarsa]
Μαλακ.
Αρχ. ρ. γαργαρίζω = α) κάνω γαργάρα β) κελαρύζω. Η σημ. ‘φωνάζω δυνατά’ και Σαμοθρ. (βλ. ΙΛΝΕ, λ. γαργαρίζω Ι).
Φωνάζω έντρομος
Μαλακ.