ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαρνό (ουσ. ουδ.) γαρνό [ɣarˈno] Φάρασ., Φκόσ. γκαρνό [garˈno] Φάρασ. καρνό [karˈno] Φάρασ. Πιθ. από το αρμεν. ουσ. garrn (գառն) = αρνί, βλ. σχετικά Καρολίδης (1885: 85-86). Σύμφωνα με τον Ανδριώτη (1940: 146-147) από το μεταγν. επίθ. ἀγριηνός = άγριος, πβ. ν.ε. διαλεκτ. αγρινό = αγριοκάτσικο (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀγρινό, γαρνό). Πβ. ποντ. γαρκόν = νεαρό ευνουχισμένο βόδι, το οπ. σύμφωνα με τον Τομπαΐδη (1996: 40) ίσως προέρχεται από το αρχ. επίθ. καρικός, ενώ κατά το ΙΛΝΕ (λ. γαρνό) ίσως από το μεταγν. επίθ. ἀγρικός = άγριος. Κατά τον Καραποτόσογλου (1985: 176-180) η ποντ. λ. σχετίζεται με τις γλώσσες του Καυκάσου (πβ. γεωργ. khari, hari = βόδι). Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί και το καρπαθιακό αγριονικό, κυπρ. γονικό/βονικό.
Αίγαγρος, αγριοκάτσικο και ίσως παλαιότ. ελάφι ό.π.τ. : Ήdουνε τσ̑αι αν γκορίτσι· είσ̑ε λιέγα γκαρνά, 'λιμέσκεν ντα (Ήταν κι ένα κορίτσι· είχε λίγα αγριοκάτσικα ή ελάφια, τα άρμεγε) Φάρασ. -Dawk. Σκότ'σαν ένα γαρνό και μοίρασάν ντο (Σκότωσαν ένα αγριοκάτσικο και το μοίρασαν) Φάρασ. -ΙΛΝΕ Χαρτζού χαρτζού, 'ς ερχούτουν ιράστα, κρούνgεν τζ̑αι γαρνά για σ̑οιρίδα̈ (Πότε πότε, αν το έφερνε η τύχη, χτύπαγε και ελάφια ή αγριογούρουνα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πααίνκε κάτα ημέρα 'ς αβλίχ̇ι τσ̑αι φερίνκεν τσ̑υνήα, πέρντιτσ̑ε, 'αγοί, πριστιέρε, γαρνά (Πήγαινε κάθε μέρα στο κυνήγι και έφερνε θηράματα, πέρδικες, λαγούς, περιστέρια, αγριοκάτσικα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Του γαρνού τα ριφόκκα (Τα μικρά αγριοκάτσικα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γκεΐκι :1, καρνόκκο