γαρίχι
(ουσ. ουδ.)
γαρίχ̇ι
[ɣaˈrixi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. karık = αυλάκι οργώματος ή σκαψίματος χωραφιού.
Aυλάκι, αυλακιά χωραφιού ή βραγιά
ό.π.τ.
:
Χερκές παίρ'κεν π’ ε' γαρίχι, 'ρύσκεν ντα φαθικά
(Ο καθένας έπαιρνε από ένα αυλάκι, το έσκαβε βαθιά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
παράνι