ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαρίχι (ουσ. ουδ.) γαρίχ̇ι [ɣaˈrixi] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. karık = αυλάκι οργώματος ή σκαψίματος χωραφιού.
Aυλάκι, αυλακιά χωραφιού ή βραγιά ό.π.τ. : Χερκές παίρ'κεν π’ ε' γαρίχι, 'ρύσκεν ντα φαθικά (Ο καθένας έπαιρνε από ένα αυλάκι, το έσκαβε βαθιά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. παράνι