παράνι
(ουσ. ουδ.)
παράνι
[paˈrani]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. baran = μποστάνι, αυλάκι σε αμπελώνα (< αρμεν., βλ. Tietze 2016, λ. baran II). Η λ. Πόντ.
Αυλάκι του κήπου για το φύτεμα ζαρζαβατικών
Αφσάρ.