παράνι
(ουσ. ουδ.)
παράνι
[paˈrani]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. (< αρμεν.) διαλεκτ. ουσ. baran = α) μποστάνι β) αυλάκι σε αμπελώνα (Tietze 2016, λ. baran II). Η λ. και Πόντ.
Τροποποιήθηκε: 08/08/2025