παραπουτεύω
(ρ.)
παραπουτεύω
[parapuˈtevo]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Κατά τον Καρολίδη (1885: 95) από ομηρ. ρ. ἠπεροπεύω =δελεάζω ή από το αρμεν. ρ. par= μιλώ. Εναλλακτικά, από το μεσν. ρ. προπετεύω = φλυαρώ, μιλάω απρόσεχτα (LBG), συμπεριφέρομαι υπεροπτικά (Λεξ. Κριαρ.), με επίδρ. του προθμ. παρα-.