ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραπουτεύω (ρ.) παραπουτεύω [parapuˈtevo] Φάρασ. Αγν. ετύμ. Αβάσιμη η ετυμολόγ. από το ομηρ. ρ. ἠπεροπεύω που προτείνει ο Καρολίδης (1885: 95). Πιθανότερη η σύναψη, παρά τις αντιρρήσεις του Καρολίδη, με το αρμεν. ουσ. բարբաջ (barbaǰ)= ψελλίσματα, ανοησίες, παραμιλητό και παλαιότ. ρ. բաղբաջեմ (bałbaǰem), πβ. και λατιν. balbutio (Martirosyan 2007: 168-169).
Μουρμουρίζω, γκρινιάζω ό.π.τ. Συνών. σοκραντίζω
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025