παραστεκάμενος
(ουσ. αρσ.)
παραστεκάμενος
[parasteˈkamenos]
Ποτάμ., Τζαλ., Φάρασ.
παραστηκάμενος
[parastiˈkamenos]
Μαλακ., Σινασσ.
παρασ̑τηκάμενος
[paraʃtiˈkamenos]
Ανακ., Αξ., Φλογ.
παρασκέμενος
[paraˈscemenos]
Σινασσ.
Θηλ. Πληθ.
παρασ̑τηκάμενες
[paraʃtiʹkamenes]
Φλογ.
Aπό ουσιαστικοπ. της παθ. μτχ. ενεστ. του ρ. παραστέκω. Η ουσιαστικοπ. ήδη νεότ. με την σημ. ‘ακόλουθος, βοηθός, υπηρέτης’ (Λεξ. Κριαρ., λ. παραστέκω).
1. Βοηθός και συμπαραστάτης του γαμπρού, κουμπάρος
ό.π.τ.
:
'τον φώτ'ζεν qαμbρός με το παρασ̑τηκάμενος σ̑ηκούταν να παν νεκκλησ̑ά
(Όταν ξημέρωνε, ο γαμπρός με τον κουμπάρο σηκώνονταν να πάνε στην εκκλησία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παρασ̑τηκάμενος ταύρανεν, παίρισ̑κεν το qαμπρό απέσω, και 'πόμ'νισ̑κεν όξω νύφ' με το νουνά
(Ο κουμπάρος τράβαγε, έπαιρνε μέσα το γαμπρό, και απέμενε έξω η νύφη με την κουμπάρα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
νονός, σύντεκνος, συντέξα
2. Παράνυφος
Φλογ.
:
Μι τα κορίτσ̑α, παρασ̑τηκάμενες, τίαταρ σόι έχ'
(Με τα κορίτσια, τις παράνυφες, ό,τι σόι έχει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812