παρασπόρι
(ουσ. ουδ.)
παρασπόρι
[paraˈspori]
Ανακ.
Μεσν. ουσ. παρασπόρι. Για το παρασπόρι ως γεωργική πρακτική βλ. Άμαντος (1964: 348).
Αγρός που σπάρθηκε συνεργατικά