ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραστάδι (ουσ. ουδ.) παραστάδι [paraˈstaði] Φάρασ., Φκόσ. παραστάγ’ [paraˈstaʝ] Αξ. Πληθ. παραστάδε [paraˈstaðe] Αφσάρ., Φάρασ. παραστάρια [paraˈstarʝa] Κίσκ. Από το αρχ. ουσ. παραστάδιον.
Η παραστάδα της πόρτας, το κούφωμα και συνεκδ. η πόρτα ό.π.τ. : Τ’ τ͑ύρας το παραστάγ’ (Η παραστάδα της πόρτας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. ‘φσαίρ’τσεν ντo 'ς συννύφτσας το παραστάδι (το άδειασε στης συννυφάδας την πόρτα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Σο παραστάδι μου χώμα τζ̑ο ‘φήτσες (στο κατώφλι μου χώμα δεν άφησες˙ για όσους σύχναζαν στο σπίτι κάποιου για να παρακαλέσουν για κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.