παράπονο
(ουσ. ουδ.)
παράπονο
[paʹrapono]
Ποτάμ., Σατ., Σινασσ.
παράπονου
[paˈraponu]
Σατ., Σίλ.
παραπόνι
[paraˈponi]
Σινασσ.
Πληθ.
παραπόνια
[paraˈpoɲa]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. παράπονον, υποχωρητ. σχηματ. από το μεσν. ρ. παραπονοῦμαι.
Παράπονο
ό.π.τ.
:
Eίπι τα παράπονά τσης
(Είπε τα παράπονά της)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Με οι χωρώτοι έχουν 'σ' τ' ισένα παράπονο
(Μα οι χωριανοί έχουν με σένα παράπονο)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Έχω το βαρύν έγκλημα και δίκαια παραπόνια
ασό με λέγουν αξένος, πονώ και δεν δειπνίζω (Έχω τον βαρύ καημό και τα δίκαια παράπονα,
όσο με λένε ξένο, στεναχωριέμαι και δεν τρώω) Τελμ. -Lag. Μάνα και κόρη κάθονται σης εκκλησιάς την θύραν.
Μάνα τα παραπόνια της σην κόρη της τα λέγει,
κόρη τα παραπόνια της σης μάνας της τα λέγει ((Μάνα και κόρη κάθονται στο κατώφλι της εκκλησίας.
Η μάνα λέει τα παράπονά της στην κόρη
και η κόρη λέει τα παράπονά της στη μάνα)) Τελμ. -Lag. Συνών. έγκλημα, σικιαγέτ
ασό με λέγουν αξένος, πονώ και δεν δειπνίζω (Έχω τον βαρύ καημό και τα δίκαια παράπονα,
όσο με λένε ξένο, στεναχωριέμαι και δεν τρώω) Τελμ. -Lag. Μάνα και κόρη κάθονται σης εκκλησιάς την θύραν.
Μάνα τα παραπόνια της σην κόρη της τα λέγει,
κόρη τα παραπόνια της σης μάνας της τα λέγει ((Μάνα και κόρη κάθονται στο κατώφλι της εκκλησίας.
Η μάνα λέει τα παράπονά της στην κόρη
και η κόρη λέει τα παράπονά της στη μάνα)) Τελμ. -Lag. Συνών. έγκλημα, σικιαγέτ
Τροποποιήθηκε: 31/07/2025