παράπονο
(ουσ. ουδ.)
παράπονου
[paˈraponu]
Σατ., Σίλ.
παραπόνι
[paraˈponi]
Σινασσ.
Πληθ.
παραπόνια
[paraˈpoɲa]
Τελμ.
Από το πρώιμ. μεσν. παράπονον ως υποχωρητ. σχηματ. από το πρώιμ. μεσν. ρ. παραπονοῦμαι.
Παράπονο
ό.π.τ.
:
Με οι χωρώτοι έχουν 'σ' τ' ισένα παράπονο
(Μα οι χωριανοί έχουν με σένα παράπονο)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Έχω το βαρύν έγκλημα και δίκαια παραπόνια
ασό με λέγουν αξένος, πονώ και δεν δειπνίζω. (Έχω τον βαρύ καημό και τα δίκαια παράπονα,
όσο με λένε ξένο, στεναχωριέμαι και δεν τρώω) Τελμ. -Lag. Συνών. έγκλημα, σικιαγέτ
ασό με λέγουν αξένος, πονώ και δεν δειπνίζω. (Έχω τον βαρύ καημό και τα δίκαια παράπονα,
όσο με λένε ξένο, στεναχωριέμαι και δεν τρώω) Τελμ. -Lag. Συνών. έγκλημα, σικιαγέτ