παραμονή
(ουσ. θηλ.)
παραμονή
[paramoˈni]
Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ.
Μεταγν. ουσ. παραμονή.
Παραμονή, προηγούμενη ημέρα εορτής
ό.π.τ.
:
Του Χριστού παραμονή ήτον
(Των Χριστουγέννων παραμονή ήταν)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αδελφού μ' γιορτσ̑ουγιού το παραμονή τ' ούλα μας ντάμα να βρεχούμ' σο σπίτσ̑ι τ'
(Την παραμονή της γιορτής του αδελφού μου, να βρεθούμε όλοι μαζί στο σπίτι του)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
ανάτις