ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραμονή (ουσ. θηλ.) παραμονή [paramoˈni] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τσουχούρ., Φλογ. Μεταγν. ουσ. παραμονή.
Παραμονή, προηγούμενη ημέρα εορτής ό.π.τ. : Παραμονή Αγ-Βασιλειού τα φσ̑άχα τέλουνται σα Κάλαντα με ένα φενέρ' σα χέρα τ'νε (Την παραμονή της πρωτοχρονιάς τα παιδιά τριγυρίζουν στα κάλαντα, με ένα φανάρι στα χέρια τους) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Αδελφού μ' γιορτσ̑ουγιού το παραμονή τ' ούλα μας ντάμα να βρεχούμ' σο σπίτσ̑ι τ' (Την παραμονή της γιορτής του αδελφού μου, θα βρεθούμε όλοι μαζί στο σπίτι του) Γούρδ. -Καράμπ. Του Χριστού παραμονή ήτον (Των Χριστουγέννων παραμονή ήταν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παραμονή Γιορντανιού άναβαμ' φωτιές (Την παραμονή των Φώτων (του Ιορδάνου) ανάβαμε φωτιές) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Την παραμονή τσ̑ιπ πιένκανι σαρακοστή (Την παραμονή (των Φώτων) όλοι έκαναν νηστεία) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. ανάτις
Τροποποιήθηκε: 01/08/2025