ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραμονή (ουσ. θηλ.) παραμονή [paramoˈni] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ. Μεταγν. ουσ. παραμονή.
Παραμονή, προηγούμενη ημέρα εορτής ό.π.τ. : Του Χριστού παραμονή ήτον (Των Χριστουγέννων παραμονή ήταν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Αδελφού μ' γιορτσ̑ουγιού το παραμονή τ' ούλα μας ντάμα να βρεχούμ' σο σπίτσ̑ι τ' (Την παραμονή της γιορτής του αδελφού μου, να βρεθούμε όλοι μαζί στο σπίτι του) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. ανάτις