ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραπλύματα (ουσ. ουδ.) παραπλύματα [paraplimata] Φάρασ. παρεπλέματα [pareˈplemata] Φκόσ. Από το πρόθμ. παρα- και το αρχ. ουσ. πλύμα.
Αποπλύματα, βρωμόνερα και ρύποι που απομένουν από το πλύσιμο ό.π.τ. : Τα παραπλύματά σου ΄ζ μείνουν αδα̈́, τσ̑ούνκι παίρ’ του σπιτού μας το περεκέτι τζαι παγάζει τα σο σπίτ' σου (Τα αποπλυματά σου ας μείνουν εδώ, διότι παίρνεις τα πλούτη του σπιτιού μας και τα πηγαις στο σπίτι σου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.