παραπονεμένος
(επίθ.)
παραπονεμένο
[paraponeˈmeno]
Ανακ.
Μεσν. επίθ. παραπονεμένος, μτχ. του ρ. παραπονοῦμαι.
Αυτός που παραπονείται
Ανακ.
:
|| Φρ.
Για τα ποθαμένα να μη πάνε παραπονεμένα
(για τους νεκρούς να μην φύγουν παραπονεμένοι˙ σύμφωνα με τη δοξασία με τη νηστεία της Πεντηκοστής οι ψυχές των πεθαμένων που τριγυρνούσαν στη γη θα έφευγαν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.