ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραπονεμένος (επίθ.) παραπονεμένο [paraponeˈmeno] Ανακ. Μεσν. επίθ. παραπονεμένος, μτχ. του ρ. παραπονοῦμαι.
Αυτός που παραπονείται Ανακ. : || Φρ. Για τα ποθαμένα να μη πάνε παραπονεμένα (για τους νεκρούς να μην φύγουν παραπονεμένοι˙ σύμφωνα με τη δοξασία με τη νηστεία της Πεντηκοστής οι ψυχές των πεθαμένων που τριγυρνούσαν στη γη θα έφευγαν) Ανακ. -Κωστ.Α.