ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραπονεμένος (επίθ.) παραπονεμένο [paraponeˈmeno] Ανακ., Σινασσ., Τροχ. παραπονημένο [paraponiʹmeno] Φλογ. Μεσν. επίθ. παραπονεμένος, μτχ. του ρ. παραπονοῦμαι.
Παραπονεμένος, στεναχωρημένος ό.π.τ. : Τα αναπορόσια τρανάναν παραπονημένα (Οι άποροι κοίταζαν παραπονεμένοι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. Για τα ποθαμένα να μη πάνε παραπονεμένα (Για τους νεκρούς να μην φύγουν παραπονεμένοι˙ ανάγκη μνημόσυνου) Ανακ. -Κωστ.Α. || Ασμ. Nα πάει και νά 'ρτ' με το καλό, να ζήσει να πρεκόψει
για να χαρώ η γ-έρημη και παραπονεμένη
((Να πάει και να επιστρέψει με το καλό, να ζήσει να προκόψει
για να χαρώ κι εγώ η έρημη και παραπονεμένη μάνα του))
Σινασσ. -Λεύκωμα
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025