παρασπάνω
(ρ.)
παρασπάνω
[paraˈspano]
Μαλακ., Φλογ.
Αόρ.
παραέσπασα
[paraˈespasa]
Φλογ.
Από το αρχ. ρ. παρασπάω-ῶ = τραβώ βίαια, παλεύω.
Παρατείνω τη ζωή κάποιου που ψυχορραγεί με θρήνους
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 19/07/2025