παρασπάνω
(ρ.)
παρασπάνω
[paraˈspano]
Μαλακ., Φλογ.
Αόρ.
παραέσπασα
[paraˈespasa]
Φλογ.
Από το αρχ. ρ. παρασπάω-ῶ = τραβώ βίαια, παλεύω με μεταπλασμό κατά τα ρ. σε -νω, βλ. Κατσούδα (2007: 160-164).
Παρατείνω τη ζωή κάποιου που ψυχορραγεί με θρήνους
Μαλακ.