ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρασπορτζής (ουσ. αρσ.) παρασπορτζής [parasorˈdzis] Δίλ., Μαλακ. παρασπορτζ̑ής [parasorˈdʒis] Ανακ. Πληθ. παρασπορτζ̑ήδε [parasorˈdʒiðe] Ανακ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. παρασπόρι και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
1. Αυτός που δεν διέθετε ζευγάρι και καλλιεργεί τα χωράφια του με τη βοήθεια επαγγελματιών γεωργών δίνοντάς τους τον σπόρο Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
2. Αυτός που έχει λίγα κτήματα Δίλ.