ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρασπορτζής (ουσ. αρσ.) παρασπορτζής [parasporˈdzis] Δίλ., Μαλακ. παρασπορτζ̑ής [parasporˈdʒis] Ανακ. Πληθ. παρασπορτζ̑ήδε [parasporˈdʒiðe] Ανακ., Φλογ. Από το ουσ. παρασπόρι και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
1. Αυτός που δεν διαθέτει δικά του βόδια ή αγροτικά εργαλεία και καλλιεργεί τα χωράφια μισθώνοντας γεωργούς, τους οποίους αμοίβει με μέρος του σπόρου ό.π.τ.
2. Αυτός που έχει λίγα κτήματα Δίλ.
Τροποποιήθηκε: 19/07/2025