παρασπορτζής
(ουσ. αρσ.)
παρασπορτζής
[parasporˈdzis]
Δίλ., Μαλακ.
παρασπορτζ̑ής
[parasporˈdʒis]
Ανακ.
Πληθ.
παρασπορτζ̑ήδε
[parasporˈdʒiðe]
Ανακ., Φλογ.
Από το ουσ. παρασπόρι και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
1. Αυτός που δεν διαθέτει δικά του βόδια ή αγροτικά εργαλεία και καλλιεργεί τα χωράφια μισθώνοντας γεωργούς, τους οποίους αμοίβει με μέρος του σπόρου
ό.π.τ.
2. Αυτός που έχει λίγα κτήματα
Δίλ.
Τροποποιήθηκε: 19/07/2025