παραστέκω
(ρ.)
παραστέκνω
[paraˈstekno]
Σινασσ.
παραστέκουμι
[paraˈstekumi]
Μαλακ.
Αόρ.
παραστάθα
[paraˈstaθα]
Μαλακ., Ποτάμ., Τζαλ.
Από το μεσν. ρ. παραστέκω (< αρχ. παρίσταμαι). Για τον τύπ. παραστέκνω με ένθεση έρρινου χαρακτήρα πβ. στέκω, όπου και τύπ. στέκνω, στήκνω.
1. Στέκομαι δίπλα σε κάποιον (μόνο σε άσμ.)
Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ.
:
|| Ασμ.
Κι εγύρισεν και τράνησεν, Χάρος τον παραστάθη
(Kαι γύρισε και κοίταξε, ο Χάρος είχε σταθεί δίπλα του)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
Εγύρισε και τράνησεν, Χάρος τον παραστέκνει
(Γύρισε και κοίταξε, ο Χάρος στέκεται δίπλα του)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
2. Διστάζω, κομπιάζω
ό.π.τ.