ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεκιντίζω (ρ.) τ͑σ̑εκ͑ινdίζω [tʰʃekʰinˈdizο] τσ̑εκινdίζου [tʃecinˈdizu] Φάρασ. τσ̑εκινdάου [tʃecinˈdau] Φάρασ. τσεκινdώ [tsecinˈdο] Σινασσ. τ͑σ̑εκ͑ινdάω [tʰʃekʰinˈdao] Φάρασ. Παρατατ. τσ̑εκίνdανα [tʃeˈcindana] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. çekinmek (αόρ. çekindi) = διστάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Διστάζω, αποφεύγω να κάνω κάτι από φόβο ή ντροπή ό.π.τ. : Φά’, τέκνο μ' Σάραφειλ, μη τσ̑εκινdάς (Φάε, παιδί μου Σεραφείμ, μη ντρέπεσαι) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. Ό,τι ήκ'σες κι ό,τι είδιες πε τα τα, μη τσ̑εκινdάς (Ό,τι άκουσες κι ό,τι είδες πές το, μη διστάζεις) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. Συνών. φοβούμαι