ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεκμεζέ (ουσ.) τσεκμετζέ [tsekme'dze] Σινασσ. τσ̑εκμετζ̑έ [tʃekmeˈdʒe] Φλογ. τσ̑εκμετζέ [tʃekme'dze] Μαλακ. τσ̑εκμετσ̑ές [tʃekmeˈtʃe] Φάρασ. τσ̑α̈κμεντζέ [tʃækmeˈdze] Μισθ. Πληθ. τσ̑ακμιαντζά [tʃakmin'dza] Μισθ. τσ̑άκμαντζ̑α [tʃakmaˈdʒa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çekmece = α) συρτάρι β) εταζέρα γ) μπαουλάκι δ) γέφυρα κάστρου, όπου και διαλεκτ. τύπ. çakmaca.
1. Συρτάρι ό.π.τ. Συνών. συρτάρι
2. Ειδικότ., μεγάλο συρτάρι ή χώρισμα σε σεντούκι για φύλαξη τιμαλφών Μισθ.