τσεκμεζέ
(ουσ.)
τσεκμετζέ
[tsekme'dze]
Σινασσ.
τσ̑εκμετζ̑έ
[tʃekmeˈdʒe]
Φλογ.
τσ̑εκμετζέ
[tʃekme'dze]
Μαλακ.
τσ̑εκμετσ̑ές
[tʃekmeˈtʃe]
Φάρασ.
τσ̑α̈κμεντζέ
[tʃækmeˈdze]
Μισθ.
Πληθ.
τσ̑ακμιαντζά
[tʃakmin'dza]
Μισθ.
τσ̑άκμαντζ̑α
[tʃakmaˈdʒa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çekmece = α) συρτάρι β) εταζέρα γ) μπαουλάκι δ) γέφυρα κάστρου, όπου και διαλεκτ. τύπ. çakmaca.
2. Ειδικότ., μεγάλο συρτάρι ή χώρισμα σε σεντούκι για φύλαξη τιμαλφών
Μισθ.