ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεκμεζέ (ουσ.) τσεκμετζέ [tsekmeˈdze] Σινασσ. τσ̑εκμετζ̑έ [tʃekmeˈdʒe] Φλογ. τσ̑εκμετζέ [tʃekmeˈdze] Μαλακ. τσ̑εκμετσ̑ές [tʃekmeˈtʃe] Φάρασ. τσ̑α̈κμετζέ [tʃækmeˈdze] Μισθ. Πληθ. τσ̑ακμα̈τζά [tʃakmæ'dza] Μισθ. τσ̑άκματζ̑α [tʃakmaˈdʒa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çekmece = α) συρτάρι β) εταζέρα γ) μπαουλάκι δ) γέφυρα κάστρου, όπου και διαλεκτ. τύπ. çakmaca.
1. Συρτάρι ό.π.τ. Συνών. συρτάρι
2. Ειδικότ., μεγάλο συρτάρι ή χώρισμα σε σεντούκι για φύλαξη τιμαλφών Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025