τσεκμεζέ
(ουσ.)
τσεκμεdζέ
[tsekmeˈdze]
Σινασσ.
τσ̑εκμεdζ̑έ
[tʃekmeˈdʒe]
Φλογ.
τσ̑εκμεdζέ
[tʃekmeˈdze]
Μαλακ.
τσ̑εκμετσ̑ές
[tʃekmeˈtʃe]
Φάρασ.
τσ̑α̈κμεdζέ
[tʃækmeˈdze]
Μισθ.
Πληθ.
τσ̑ακμα̈dζά
[tʃakmæ'dza]
Μισθ.
τσ̑άκμαdζ̑α
[tʃakmaˈdʒa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çekmece = α) συρτάρι β) εταζέρα γ) μπαουλάκι δ) γέφυρα κάστρου, όπου και διαλεκτ. τύπ. çakmaca.
2. Ειδικότ., μεγάλο συρτάρι ή χώρισμα σε σεντούκι για φύλαξη τιμαλφών
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025