τσεκμέκ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑εκμέκ
[tʃekˈmek]
Τροχ.
τσ̑εκμέ
[tʃekˈmek]
Τροχ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. çekmek = γάντζος.
2. Αναδιπλούμενο πριονωτό μαχαίρι, με ξύλινη λαβή, κατάλληλο για το κόψιμο χόρτων και τσαλιών σε περιορισμένο χώρο
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025