τσεκμέκ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑εκμέκ
[tʃekˈmek]
Τροχ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. çekmek = γάντζος.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025