τσεμτσέ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑εμτσ̑έ
[tʃemˈtʃe]
Μισθ.
τσεμτσέ
[tsemˈtse]
Μισθ.
τσ̑αμτσ̑ά
[tʃamˈtʃa]
Μισθ.
Πληθ.
τσεμτσέκια
[tsemˈtseca]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çο̈mçe = κουτάλα, όπου και τύπ. çemçe και çamça (THADS 3, λ. çamça I, çemçe, çömçe Ι).
1. Πήλινο δοχείο με το οπ. αντλούσαν τον μούστο από τον πατητήρι
Σινασσ.
2. Κόπανος ή γουδοχέρι
Μισθ.
:
Έπαρ' ντου τσ̑αμτσ̑ά τσ̑ι κουπάν'τσι ντα φακούια να φάμι
(Πάρε το γουδοχέρι και λιώσε τις φακές για να φάμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χέκισ̑καμ’ τα σο τσ̑ουτσ̑ί μέσα, κοπάνιζάμ’ τα με τσεμτσέ
(Τα βάζαμε στο δοχείο, τα κοπανίζαμε με κόπανο)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242