ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεμρεντώ (ρ.) τσ̑εμρετώ [tʃemreˈto] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. çemremek = ανασκουμπώνομαι, σηκώνω μανίκια για δουλειά.
Ανασκουμπώνομαι : Τσ̑εμρέτανεν το τολαμά τ', φόρνεν το τίζλικα τ' και θώρνεν έργατα (Ανασήκωνε το ντουλαμά της, φόραγε την ποδιά της και έκανε δουλειές) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361