τσεμρεντώ
(ρ.)
τσ̑εμρετώ
[tʃemreˈto]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. çemremek = ανασκουμπώνομαι, σηκώνω μανίκια για δουλειά.
Ανασκουμπώνομαι
:
Τσ̑εμρέτανεν το τολαμά τ', φόρνεν το τίζλικα τ' και θώρνεν έργατα
(Ανασήκωνε το ντουλαμά της, φόραγε την ποδιά της και έκανε δουλειές)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ανακουμπώνομαι