ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεκούτσι (ουσ. ουδ.) τσ̑εκούτσ̑' [tʃeˈkutʃ] Μαλακ. τσ̑ακούτσ̑ι [tʃaˈkutʃi] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φάρασ. τσ̑ακούτσ̑' [tʃaˈkutʃ] Σινασσ., Τελμ., Τροχ. τσ̑ακούσ̑' [tʃaˈkuʃ] Τροχ., Φλογ. τσ̑αγκούτσ̑' [tʃaˈgutʃ] Μισθ., Φλογ. τσ̑ακούτ' [tʃaˈkut] Μισθ. Πληθ. τσακούκια [tsaˈkuca] Ποτάμ. τσαχούτσια [tsaˈxutsça] Φκόσ. Από το τουρκ. ουσ. çekiç = σφυρί (< περσ. çakuş ή çakkuş). O τύπ. τσακούκια από υπερδιόρθ.
Σφυρί ό.π.τ. : Φάισιν μι μι ντου τσ̑ακούτσ̑' (Με χτύπησε με το σφυρί) Μισθ. -Κοτσαν. Το τσ̑ακούτ' τεχίρα μέσα είναι (Το σφυρί είναι μέσα στην εταζέρα) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ243 Ούλου μι 'ου τσ̑ακούτσ̑' ντου ποίκαν (Όλο με το σφυρί του έφτιαξαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. 'πόμεινα σο τσ̑ακούτσ̑ι τσ̑αι σο πομόνι 'νάμεσα (Έμεινα ανάμεσα στο σφυρί και το αμόνι˙ Βρίσκομαι μεταξύ δύο δύσκολων επιλογών) ό.π.τ. -Λουκ.Λουκ.