τσεκούτσι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑εκούτσ̑'
[tʃeˈkutʃ]
Μαλακ.
τσ̑ακούτσ̑ι
[tʃaˈkutʃi]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φάρασ.
τσ̑ακούτσ̑'
[tʃaˈkutʃ]
Σινασσ., Τελμ., Τροχ.
τσ̑ακούσ̑'
[tʃaˈkuʃ]
Τροχ., Φλογ.
τσ̑αγκούτσ̑'
[tʃaˈgutʃ]
Μισθ., Φλογ.
τσ̑ακούτ'
[tʃaˈkut]
Μισθ.
Πληθ.
τσακούκια
[tsaˈkuca]
Ποτάμ.
τσαχούτσια
[tsaˈxutsça]
Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. çekiç = σφυρί (< περσ. çakuş ή çakkuş). O τύπ. τσακούκια από υπερδιόρθ.
Σφυρί
ό.π.τ.
:
Φάισιν μι μι ντου τσ̑ακούτσ̑'
(Με χτύπησε με το σφυρί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το τσ̑ακούτ' τεχίρα μέσα είναι
(Το σφυρί είναι μέσα στην εταζέρα)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ243
Ούλου μι 'ου τσ̑ακούτσ̑' ντου ποίκαν
(Όλο με το σφυρί του έφτιαξαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
'πόμεινα σο τσ̑ακούτσ̑ι τσ̑αι σο πομόνι 'νάμεσα
(Έμεινα ανάμεσα στο σφυρί και το αμόνι˙ Βρίσκομαι μεταξύ δύο δύσκολων επιλογών)
ό.π.τ.
-Λουκ.Λουκ.