ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεμπέρι (ουσ. ουδ.) τσ̑εμbέρι [tʃemˈberi] Μισθ., Σίλ. τσ̑εμbέρ' [tʃem'ber] Δίλ., Μισθ. τσ̑εμπ͑έρ' [tʃemˈpʰer] Αξ. τσιμbέρι [tsimˈberi] Αραβ., Τροχ. τσομbάρι [tsomˈbari] Φάρασ. Πληθ. τζεμbέρια [dzemˈberʝa] Δίλ. τσομbάρα [tsomˈbara] Αφσάρ. Νεότ. ουσ. τσεμπέρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. çember.
Καθημερινή γυναικεία μαντήλα ό.π.τ. : Παίρισ̑καν ένα χουλιάρ’ φαΐ, κλώισ̑καν το τσ̑εμπ͑έρ’ και τρώισ̑καν αούτσ̑α τα νυφάες, για να μη το ντρανήσ̑’ πεερό τ’, πεερά τ’ τίγαλα τρώει (Έπαιρναν μιά κουταλιά φαΐ, γύριζαν το τσεμπέρι και έτσι έτρωγαν οι νύφες, για να μη βλέπουν ο πεθερός κι πεθερά τους πώς τρώνε) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555