γιασμάς
(ουσ. αρσ.)
γιασμάς
[ʝaˈzmas]
Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
γιασμά
[ʝaˈzma]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ.
Πληθ.
γιασμάδια
[ʝaˈzmaðʝa]
Μαλακ.
γιασμάρια
[ʝaˈzmarʝa]
Αραβαν.
γιασμάδε
[ʝaˈzmaðe]
Αφσάρ.
γιασμάδα
[ʝaˈzmaða]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. yazma = α) το γράψιμο β) χειρόγραφο γ) ύφασμα ζωγραφισμένο στο χέρι δ) μαντήλι, μαντήλα.
Γυναικείος κεφαλόδεσμος, που κάλυπτε και το κάτω μέρος του προσώπου
ό.π.τ.
:
Φόρουναν σεάχ γιασμά
(Φορούσαν μαύρο κεφαλόδεσμο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πότε τρώγω, σκεπιέμαι με το γιασμά
(Όταν έτρωγα, σκεπαζόμουν με τον κεφαλόδεσμο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σήμερα Παναγιάς μέρα ετά τα εdεριά μ' τράνα, ετά το γιασμά μ' τράνα
(Σήμερα μέρα της Παναγιάς, κοίτα αυτά τα ρούχα μου, κοίτα αυτόν τον κεφαλόδεσμό μου)
Σίλατ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γεμενί :1, γιασμάκι