ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιασμάς (ουσ. αρσ.) γιασμάς [ʝaˈzmas] Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. γιασμά [ʝaˈzma] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ. Πληθ. γιασμάδια [ʝaˈzmaðʝa] Μαλακ. γιασμάρια [ʝaˈzmarʝa] Αραβαν. γιασμάδε [ʝaˈzmaðe] Αφσάρ. γιασμάδα [ʝaˈzmaða] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. yazma = α) το γράψιμο β) χειρόγραφο γ) ύφασμα ζωγραφισμένο στο χέρι δ) μαντήλι, μαντήλα.
Γυναικείος κεφαλόδεσμος, που κάλυπτε και το κάτω μέρος του προσώπου ό.π.τ. : Φόρουναν σεάχ γιασμά (Φορούσαν μαύρο κεφαλόδεσμο) Μισθ. -Κοτσαν. Πότε τρώγω, σκεπιέμαι με το γιασμά (Όταν έτρωγα, σκεπαζόμουν με τον κεφαλόδεσμο) Ανακ. -Κωστ.Α. Σήμερα Παναγιάς μέρα ετά τα εdεριά μ' τράνα, ετά το γιασμά μ' τράνα (Σήμερα μέρα της Παναγιάς, κοίτα αυτά τα ρούχα μου, κοίτα αυτόν τον κεφαλόδεσμό μου) Σίλατ. -Τακαδόπ. Συνών. γεμενί :1, γιασμάκι