ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαστίκ (ουσ. ουδ.) γιασ̑τι̂́κ͑ [ʝaˈʃtɯkʰ] Αραβαν., Ουλαγ. γιαστι̂́κ [ʝaˈstɯk] Μαλακ. γιαστι̂́χ [ʝaˈstɯx] Φλογ. γιαστούχ [ʝaˈstux] Μισθ. γιασ̑ντι̂́κ͑ [ʝaˈʃdɯkʰ] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. yastık (< παλαιότ. τουρκ. yastuk) = μαξιλάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yastuh και yasdık.
Μαξιλάρι ό.π.τ. : Μι τ’ ορνιχιού ντα ντοζάχια σ̑άνιξαμ' γιαστούχια (Mε τα πούπουλα της κότας φτιάχναμε μαξιλάρια) Μισθ. -Κοτσαν. Έμη τα κονάκια μέσα, κιρύσ̑ντε το γιασ̑ντι̂́κ͑ πίσω (Mπήκε μέσα στα σπίτια, κρύφτηκε πίσω από τα μαξιλάρια) Ουλαγ. -Dawk. Φόρ'ναν το κιαλι̂́νqι̂ζα, χαζι̂ρλάτανάν το και κάθιζάν το 'ς ἐνα γιαστι̂́χ απάνω (Έντυναν την μελλόνυμφη, την ετοίμαζαν και την κάθιζαν πάνω σ' ένα μαξιλάρι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κεφαλόχειλο :2, προσκεφαλάδα, προσκεφάλα, προσκεφαλάδι :1, προσκέφαλο