γιάτος
(ουσ. αρσ.)
γιάτος
[ˈʝatos]
Φάρασ.
Ουδ.
γιάτου
[ˈʝatu]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεσν. ουσ. ἔλατος, το οπ. από αρχ. ουσ. ἐλάτη, με συνίζηση του [ea] μετά την αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l] > [ʝa], βλ. Ανδριώτης (1948: 18).
Έλατο
ό.π.τ.