γιαφσάκος
(ουσ. αρσ.)
γιαφσ̑άκους
[ʝaˈfʃakus]
Μισθ.
γιαψ̑άχους
[ʝaˈpʃaxus]
Μισθ.
γιαψούς
[ʝaˈpsus ]
Μισθ.
Πληθ.
γιαφσ̑άχια
[ʝaˈfʃaça]
Αραβαν.
γιαψούδια
[ʝaˈpsuðʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yavşak = κόνιδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yavşah και yavşı (THADS, λ. yavşah, yavşı).
4. Παράσιτο που ζει στο σώμα των αιγοπροβάτων, γιδόψειρα
Μισθ.
:
Προάτ’ γιαψούς
(Ψείρα, παράσιτο των προβάτων)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πβ.
μϋχρά