κονίδι
(ουσ. ουδ.)
κονίδι
[koˈniði]
Σινασσ., Φερτάκ.
κονίδ'
[koˈnið]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
κονίγ'
[koˈniʝ]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ.
κονίρι
[koˈniri]
Αραβαν., Σίλ.
κονίρ'
[koˈnir]
Αραβαν.
κονί
[koˈni]
Μισθ.
Πληθ.
κονίδια
[koˈniðʝa]
Ανακ., Μαλακ.
κονίδα
[koˈniða]
Φάρασ.
κονίια
[koˈniia]
Μισθ.
κονία
[koˈnia]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. κονίδιον = κόνιδα, το οπ. από το αρχ. ουσ. κόνις (γεν. κόνιδος) με παραγωγ. επίθμ. -ιον.
Κόνιδα, αβγά ψειρών, ψύλλων ή κοριών
ό.π.τ.
:
Ντου ντιάνι τ’ γιόμιξιν κονίια
(Το σώμα του γέμισε κόνιδα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντέν έιξαμ' κονίϊα γιαΐ ντα σπίτια μας τσ̑όδαν απ'κατ’ ειστηής
(Δεν είχαμε κοριούς γιατί τα σπίτια μας ήταν κάτω από την γη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πιάσε κονία σο τσ̑ουφάλι τ'
(Έπιασε κόνιδα στο κεφάλι του)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Είσ̑εν φτείρια και κονίδια
(Είχε ψείρες και κόνιδες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κονίδα