κονιδιάρης
(επίθ.)
κονιγιάρ'
[koniˈʝar]
Αξ.
κονιάρ'
[koniˈar]
Μισθ.
Από το μεσν. επίθ. κονιδιάρης ή κονιδάρης, το οπ. από το ουδ. κόνιδα με παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Για την πολυτυπία των καππ. τύπ. βλ. λ. κόνιδα και κονίδι.
Κονιδιάρης, γεμάτος κόνιδα
ό.π.τ.