ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κονιδιάρης (επίθ.) κονιγιάρ' [koniˈʝar] Αξ. κονιάρ' [koniˈar] Μισθ. Από το μεσν. επίθ. κονιδιάρης ή κονιδάρης, το οπ. από το ουδ. κόνιδα με παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Για την πολυτυπία των καππ. τύπ. βλ. λ. κόνιδα και κονίδι.
Κονιδιάρης, γεμάτος κόνιδα ό.π.τ.