ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κονουστούζω (ρ.) κονουστούζω [konuˈstuzo] Σεμέντρ. γονουστούζω [ɣοnuˈstuzo] Τροχ. γονουστίζω [ɣοnuˈstizo] Τροχ. γονουσ̑τι-έω [ɣοnuʃtiˈeο] Φάρασ. κονουστώ [konuˈsto] Αξ. Παρατατ. κονούσιουζα [koˈnusʝuza] Σεμέντρ. γονουστι-εύκα [ɣonustiˈefka] Αφσάρ. γονίστεινα [ɣoˈnistina] Αξ. γονούσα [ɣoˈnusa] Αξ. Νεότ. ρ. κουνουστούζω (Mackridge 2021: 218), το οπ. από τον αόρ. konuştu του ρ. konuşmak = συζητώ.
1. Mιλώ με κάποιον, συζητώ ό.π.τ. : Ιζού ούτσα κονούσιουζαμ' (Εδώ έτσι μιλούσαμε) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Να κονουστούμ' λίγο; (Να συζητήσουμε λίγο;) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Γονούσα καλά, γκελέτζευα ’ντάμα τ’ (Συζητούσα καλά, μιλούσα μαζί του) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. γκελετζεύω :2, συντυχαίνω
2. Κάνω παρέα Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025