κονουστούζω
(ρ.)
κονουστούζω
[konuˈstuzo]
Σεμέντρ.
γονουσ̑τι-έω
[ɣοnuʃtiˈeο]
Φάρασ.
Παρατατ.
γονουστι-εύκα
[ɣonustiˈefka]
Αφσάρ.
κονουστώ
[konuˈsto]
Αξ.
Νεότ. ρ. κουνουστούζω (Mackridge 2021: 218), το οπ. από τον αόρ. konuştu του ρ. konuşmak = συζητώ.
Mιλώ με κάποιον, συζητώ
ό.π.τ.
:
Ιζού ούτσα κονούστουζαμ'
(Εδώ έτσι μιλούσαμε)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Να κονουστούμ' λίγο;
(Να συζητήσουμε λίγο;)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
γκελετζεύω, συντυχαίνω