ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κονταίνω (ρ.) κονταίνω [konˈdeno] Σινασσ. κοdαίνου [koˈdenu] Σίλ. Μεσν. ρ. κονταίνω.
Κονταίνω, γίνομαι κοντός ό.π.τ. : Για να γιξλεντίσ', κονταίνει (Αντί να ψηλώσει, κονταίνει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Άμα γηράσ' κανείς τα χέρια τ' κονταίνουνε (Όταν γεράσει κανείς τα χέρια του κονταίνουνε) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Mεγαλώνει το πουλάρ' και κονταίνει το σαμάρ' (Μεγαλώνει το πουλάρι και κονταίνει το σαμάρι˙ Όταν κάποιος γίνεται ισχυρός, δύσκολα ελέγχεται) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κοντεύω