κόνκαρ
(αριθμ.)
κόνκαρ
[ˈkoŋkar]
Φάρασ.
κόνdζ̑ι
[ˈkondʒi]
Μαλακ.
Άνευ νοήματος παιδ. λέξη σε απαριθμήσεις. Βλ. συζήτηση στον Dawkins (1916: 117)
Τέσσερα