ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κονανίζω (ρ.) κονανίζω [konaˈnizo] Αραβαν. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gönen = α) πότισμα φυτεμένου εδάφους β) υγρασία γ) ως επίθ., υγρός, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ρ. gönenmek = ποτίζω χωράφι (THADS, λ. gönen I, gönenmek II).
Ποτίζω την γη ώστε να γίνει κατάλληλη για όργωμα