κονανίζω
(ρ.)
κονανίζω
[konaˈnizo]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gönen = α) πότισμα φυτεμένου εδάφους β) υγρασία γ) ως επίθ., υγρός, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ρ. gönenmek = ποτίζω χωράφι (THADS, λ. gönen I, gönenmek II).
Ποτίζω την γη ώστε να γίνει κατάλληλη για όργωμα