ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κονάκι (ουσ. ουδ.) κονάκι [koˈnaci] Σινασσ. qονάχ' [qoˈnax] Φλογ. κονάχι̂ [koˈnaxɯ] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. γονάχι̂ [ɣoˈnaxɯ] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. γονάχ' [ɣoˈnax] Αξ., Μισθ., Σινασσ. γκονάκ' [goˈnak] Ουλαγ. Πληθ. κονάκια [koˈnaca] Ουλαγ. γονάχε [ɣoˈnaçe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. konak = α) αρχοντικό β) κατοικία, όπου και διαλεκτ. τύπ. konah, gonak και gonah. Πβ. νεότ. κονάκι (Mackridge 2021: 34).
1. Παλάτι, μέγαρο Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Περνάν’ αζ γοναγιού τα πέντζερες αφ'κάτω (Περνάει κάτω από τα παράθυρα του παλατιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'σ' το 'μόν ντο κονάχι̂ σο σον ντo κονάχι̂ χαλίδα να ντο̈σ̑εdίσ'ς (Από το δικό μου το παλάτι μέχρι το δικό σου το παλάτι να στρώσεις χαλιά) Τσουχούρ. -Dawk. Ντου σπίτι μας 'αν ντου γονάχ' μοιάζ΄ (Το σπίτι μας μοιάζει με παλάτι) Μισθ. -Κοτσαν. Σο ταζόν το γονάχι̂ 'πέμειν' ο γαμπρός, το φίδι, μο τη νύφη (Στο καινούργιο παλάτι πάλι έμεινε ο γαμπρός, το φίδι, με την νύφη) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Παγάζουν τα σου πατισ̑άχου το γονάχ̇ι (Τον πηγαίνουν στο παλάτι του βασιλιά) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Πβ. σεράι
2. Κατάλυμα, σπίτι Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. : Έχτ’σε χάνε τζ̑αι κονάχι, του χα νά ’ρτουνε οι μισαφούροι (Έχτισε χάνια και κατάλυμα για τους επισκέπτες που θα έρχονταν) Φάρασ. -Dawk. Έχτ'σεν γονάχε 'ζ δε τις μισαφούροι (Έχτισε καταλύματα για τους επισκέπτες) Φάρασ. -Αναστασ. Πήν' η ναίκα σο κονάχι̂ του Χότζα τσ̑αι ρώτ'σεν ντα (Πήγε η γυναίκα στο σπίτι του Χότζα και τον ρώτησε) Φάρασ. -Παπαδ. Εκού τράν'σ', εκεί έν' ένα πολλά κονάκια (Εκεί κοίταξε, εκεί είναι πολλά σπίτια) Ουλαγ. -Dawk. Ρανώ γαρτσ̑ούλαϊ τσείδι τα̈σα̈́αρ ντου γονάχ', ρανώ δου (Βλέπω απέναντι είναι το δικό σας το σπίτι, το βλέπω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Ειδικότ., το ανώγειο δωμάτιο Μισθ.
4. Ενδιάμεση στάση ταξιδιού Σινασσ.