κονάκι
(ουσ. ουδ.)
κονάκι
[koˈnaci]
Σινασσ.
qονάχ'
[qoˈnax]
Φλογ.
κονάχι̂
[koˈnaxɯ]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
γονάχι̂
[ɣoˈnaxɯ]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
γονάχ'
[ɣoˈnax]
Αξ., Μισθ., Σινασσ.
γκονάκ'
[goˈnak]
Ουλαγ.
Πληθ.
κονάκια
[koˈnaca]
Ουλαγ.
γονάχε
[ɣoˈnaçe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. konak = α) αρχοντικό β) κατοικία, όπου και διαλεκτ. τύπ. konah, gonak και gonah. Πβ. νεότ. κονάκι (Mackridge 2021: 34).
1. Παλάτι, μέγαρο
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Περνάν’ αζ γοναγιού τα πέντζερες αφ'κάτω
(Περνάει κάτω από τα παράθυρα του παλατιού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'σ' το 'μόν ντο κονάχι̂ σο σον ντo κονάχι̂ χαλίδα να ντο̈σ̑εdίσ'ς
(Από το δικό μου το παλάτι μέχρι το δικό σου το παλάτι να στρώσεις χαλιά)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Ντου σπίτι μας 'αν ντου γονάχ' μοιάζ΄
(Το σπίτι μας μοιάζει με παλάτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σο ταζόν το γονάχι̂ 'πέμειν' ο γαμπρός, το φίδι, μο τη νύφη
(Στο καινούργιο παλάτι πάλι έμεινε ο γαμπρός, το φίδι, με την νύφη)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Παγάζουν τα σου πατισ̑άχου το γονάχ̇ι
(Τον πηγαίνουν στο παλάτι του βασιλιά)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Πβ.
σεράι
2. Κατάλυμα, σπίτι
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Έχτ’σε χάνε τζ̑αι κονάχι, του χα νά ’ρτουνε οι μισαφούροι
(Έχτισε χάνια και κατάλυμα για τους επισκέπτες που θα έρχονταν)
Φάρασ.
-Dawk.
Έχτ'σεν γονάχε 'ζ δε τις μισαφούροι
(Έχτισε καταλύματα για τους επισκέπτες)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Πήν' η ναίκα σο κονάχι̂ του Χότζα τσ̑αι ρώτ'σεν ντα
(Πήγε η γυναίκα στο σπίτι του Χότζα και τον ρώτησε)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Εκού τράν'σ', εκεί έν' ένα πολλά κονάκια
(Εκεί κοίταξε, εκεί είναι πολλά σπίτια)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ρανώ γαρτσ̑ούλαϊ τσείδι τα̈σα̈́αρ ντου γονάχ', ρανώ δου
(Βλέπω απέναντι είναι το δικό σας το σπίτι, το βλέπω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Ειδικότ., το ανώγειο δωμάτιο
Μισθ.
4. Ενδιάμεση στάση ταξιδιού
Σινασσ.