κονομόκκο
(ουσ. ουδ.)
κονομόκκο
[konoˈmoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. αμόνι όπου και τύπ. ’κονόμι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό αμόνι
:
|| Φρ.
Σο 'κονομόκκο 'α vdα κόψω;
(Στο μικρό αμόνι να τα κόψω (ενν. τα χρήματα);˙ απάντηση σε κάποιον που ζητά χρήματα που δεν έχουμε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.