ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κονομόκκο (ουσ. ουδ.) κονομόκκο [konoˈmoko] Φάρασ. Από το ουσ. αμόνι όπου και τύπ. ’κονόμι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό αμόνι : || Φρ. Σο 'κονομόκκο 'α vdα κόψω; (Στο μικρό αμόνι να τα κόψω (ενν. τα χρήματα);˙ απάντηση σε κάποιον που ζητά χρήματα που δεν έχουμε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.