κόντεμα
(ουσ. ουδ.)
κόντιμα
[ˈkondima]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. κόντεμα, το οπ. από το θ. κοντευ- του μεσν. ρ. κοντεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Προσέγγιση, πλησίασμα