κόντσολος
(ουσ. αρσ.)
κόντσ̑ολος
[ˈkontʃolos]
Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ.
qόνdζ̑ολος
[ˈqondʒolos]
Φερτάκ.
γονdζ̑ολός
[ɣondʒoˈlos]
Αξ.
γόνdζιλος
[ˈɣondzilos]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. koncalos και koncolos = φάντασμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. goncolos. Οι τύποι απώτερα από το τουρκ. karakoncolos, το οπ. πιθ. από το ελλ. καλικάντζαρος (Μωυσιάδης 2005: 138).
Βρικόλακας, καλικάντζαρος
ό.π.τ.
:
Άμα ταφλαdίσ’ πισίκα ξέβην ντιρί, γίνεται γόνdζιλος
(Άμα τον διασκελίσει γάτα, ενν. τον νεκρό, έμεινε άλιωτος, γίνεται βρικόλακας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Μη κουρουλιάς σαν το κόντσ̑ολος
(Μην επαίρεσαι σαν τον καλικάντζαρο˙ γι' αυτούς που υπερηφανεύονται για τα πλούτη τους)
Σίλατ.
-Χωλόπ.