κόνωμα
(ουσ. ουδ.)
κόνωμα
[ˈkonoma]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ.
κόνουμα
[ˈkonuma]
Μαλακ., Μισθ.
Γεν.
κονωμάτ'
[konoˈmat]
Αξ.
Από το μεταγν. ουσ. κένωμα με υποχωρητ. αφομ.
2. Εκσπερμάτωση
Μισθ.