κόνωμα
(ουσ. ουδ.)
κόνωμα
[ˈkonoma]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ.
κόνουμα
[ˈkonuma]
Μαλακ., Μισθ.
Γεν.
κονωμάτ'
[konoˈmat]
Αξ.
Από το μεταγν. ουσ. κένωμα με υποχωρητ. αφομ.
1. Χύσιμο, άδειασμα
ό.π.τ.
:
Λερογιού ντο κόνωμα
(Το χύσιμο του νερού)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
άχτημα :2
2. Εκσπερμάτωση
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 30/01/2025