ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόνωμα (ουσ. ουδ.) κόνωμα [ˈkonoma] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ. κόνουμα [ˈkonuma] Μαλακ., Μισθ. Γεν. κονωμάτ' [konoˈmat] Αξ. Από το μεταγν. ουσ. κένωμα με υποχωρητ. αφομ.
1. Χύσιμο, άδειασμα ό.π.τ. : Λερογιού ντο κόνωμα (Το χύσιμο του νερού) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. άχτημα
2. Εκσπερμάτωση Μισθ.