ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόπανος (ουσ. αρσ.) κόπανος [ˈkopanos] Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Φλογ. κόπανους [ˈkopanus] Μαλακ. Ουδ. κόπανο [ˈkopano] Μισθ. κόπανου [΄kopanu] Μαλακ., Μισθ. κόπαν' [ˈkopan] Τσαρικ. Πληθ. κοπάν' [koˈpan] Μισθ. κόπανα [ˈkopana] Μαλακ., Μισθ. Από το νεότ. ουσ. κόπανος (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το από το αρχ. ουσ. κόπανον.
1. Κόπανος, γουδοχέρι ό.π.τ. : Σκορτού κόπανος (Γουδοχέρι για σκόρδα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ξυλιώνας κόπανα (Ξύλινοι κόπανοι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κρούιξαμ' μι ντου κόπανου ντου γέλλ'μα να μποίκουμ' πλεούρ' (Χτυπούσαμε με τον κόπανο το στάρι για να κάνουμε πληγούρι) Μισθ. -Κοτσαν. Να γυριστούμ' να αραΐσουμ' ατούρα δα αβαλντανά δα κόπανα που κρούιξαν μι δου γέλλ'μα, σάνιξαν δου πλεγούρ' (Να γυρίσουμε να ψάξουμε τώρα τους παλιούς τους κόπανους με τους οποίους χτυπούσαν το στάρι, έφτιαχναν το πληγούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. τοκμάκι, τοπούζι, τσεμτσέ :2
β. Kόπανος για το πλύσιμο ρούχων Αραβαν.
γ. Κόπανος για το κοπάνημα του κετσέ Μισθ.
2. Συνθηματ., ο τούρκος χωροφύλακας ή απόσπασμα χωροφυλάκων Μισθ., Τσαρικ. : Έρχιτι κόπαν' το πουνdζ̑ί μούλλου τ' (Έρχεται χωροφύλακας, κρύψε την καπνοσακούλα) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Συνών. αγαπητικός :2, στηκνέρης