ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στηκνέρης (ουσ. αρσ.) στηκνέρ' [stiˈkner] Φάρασ. Από το ρ. στέκω, όπου και τύπ. στήκνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης, όπου και τύπ. -έρης Φάρασ.
Συνθηματικώς, ο χωροφύλακας : Ήρταν οφτά στηκνέροι (Ήρθαν εφτά χωροφύλακες) Φάρασ. -Ανδρ.