στηκνέρης
(ουσ. αρσ.)
στηκνέρ'
[stiˈkner]
Φάρασ.
Από το ρ. στέκω, όπου και τύπ. στήκνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης, όπου και τύπ. -έρης Φάρασ.
Συνθηματικώς, ο χωροφύλακας
:
Ήρταν οφτά στηκνέροι
(Ήρθαν εφτά χωροφύλακες)
Φάρασ.
-Ανδρ.