στουίρα
(ουσ. θηλ.)
στουίρα
[stuˈira]
Αραβαν.
σουίdα
[suˈida]
Ουλαγ.
σϋΰdα
[syˈyda]
Ουλαγ.
Αγν. ετύμ. Δύσκολα αποδεκτή η άποψη ότι προέρχεται από το αρχ. ουσ. στήριγξ (βλ. Καραποτόσογλου 2003: 212-213) καθώς το [r] είναι μάλλον προϊόν της ομαλής για το ιδ. Αραβανίου τροπής [ð] > [r]. Κατά το αρχείο ΙΛΝΕ από αμάρτ. *ιστογύρα. Πιθανότερο να προέρχεται από το ουσ. στυλίδα.
Το ξύλο που διαπερνά στο κέντρο τα δύο σταυρωτά ξύλα της κλωθάρας.
ό.π.τ.