στράβωμα
(ουσ. ουδ.)
στάβρωμα
[ˈstavroma]
Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. στράβωμα (βλ. Λεξ. Σομ. λ. στράβωμα ΙΙ), το οπ. από το ρ. στραβώνω, όπου και τύπ. σταβρώνω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Στράβωμα
Γούρδ.