στραβογούργουρος
(επίθ.)
στραβοκούργουρους
[stravoˈkurɣurus]
Μαλακ.
Aπό το επίθ. στραβός και το ουσ. γουργούρι, με το παραγωγ. επίθμ. -ος.
Στραβολαίμης