στόμι
(ουσ. ουδ.)
στόμι
[ˈstomi]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. στόμι = ατσάλι, πβ. Ασσίζ. Α 7.10 «ἄρματα, κουράσαις, στόμιν, σίδερον, πᾶσα εἶδος ἀρμάτων», και Λεξ. Δημητρ. Η λ. από το αρχ. ουσ. στόμιον, διότι τεμάχια χάλυβα χρησιμοποιούνταν για το στόμωμα - επισκευή μεταλλικών γεωργικών εργαλείων. Βλ. Κουκουλές ΒΒΠ 2.1,218. Η λ. και σε πολλές διαλ., όπως Κύπρ. Ρόδ. κ.α.
1. Kαθαρός σίδηρος
2. Κατ' επέκτ., αντικείμενο άριστης ποιότητας