στεφανώνω
(ρ.)
στεφανώνω
[stefaˈnono]
Αφσάρ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ.
στεφανώνου
[stefaˈnonu]
Μισθ., Σίλ.
Παθ.
στεφανουζιέμι
[stefanuˈzʝemi]
Μισθ.
Nεότ. ρ. στεφανώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. στεφανῶ. Η σημ. μεσν.
Παντρεύω-ομαι
ό.π.τ.
:
Πότε σε στεφανωσεί;
(Πότε θα παντρευτεί;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αν ντ' όρομα τ' ντο χερίφος χιωρήσ' ντο ναίκα τ' στεφανώνεται, ντο χερίφος χάνεται
(Αν ένας άντρας δει στο όνειρό του ότι η γυναίκα του παντρεύεται, ο άντρας θα πεθάνει)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ήφαραν το φσ̑άχι με το κορίdζι· στεφάνωσάν ντα
(Έφεραν το αγόρι με το κορίτσι· τα πάντρεψαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντέ ντ΄αφήκαν να στεφανώσ'νι
(Δεν τους άφηναν να παντρευτούν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Νdάμα τζ̑ο στεφανωθήκαμε
(Μαζί δε στεφανωθήκαμε˙ Δεν είμαστε κολλητοί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ήμουν εννιά μερ'νώ γαμπρός, δώδεκα χρόνω σκλάβος
Και τώρα την καλίτσα μου τη στεφανούται άλλος (Ήμουν εννιά ημερών γαμπρός, δώδεκα χρόνω σκλάβος
Και τώρα την καλή μου την στεφανώνεται άλλος) Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. δοικώ, εβερντώ, εβλεντίζω, νικιαχλαντίζω, ευλογώ, παντρεύω, παραδώ
Και τώρα την καλίτσα μου τη στεφανούται άλλος (Ήμουν εννιά ημερών γαμπρός, δώδεκα χρόνω σκλάβος
Και τώρα την καλή μου την στεφανώνεται άλλος) Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. δοικώ, εβερντώ, εβλεντίζω, νικιαχλαντίζω, ευλογώ, παντρεύω, παραδώ