εβλεντίζω
(ρ.)
εβλενdού
[evlenˈdu]
Ουλαγ.
εβλανdίζου
[evlanˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
εβλένσα
[eˈvlensa]
Ουλαγ.
Από το ρ. evlenmek (αόρ. evlendi) = παντρεύομαι, και το παραγωγ επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. εβλανdίζου από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. evlanmak. Ο τύπ. εβλενdού κατά τα ρήματα σε -ώ > -ού (βλ. Κεσίσογλου 1951: 35-36).
2. Παντρεύω
Μισθ.
:
Τ’ απάν’ Τσερετσή εβλανdίζου ντου παιί μ'
(Την ερχόμενη Κυριακή παντρεύω το παιδί μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
δοικώ, εβερντώ, ευλογώ, νικιαχλαντίζω, παντρεύω