εβελντέν
(επίρρ.)
εβελντέν
[evelˈden]
Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
εβελντάν
[evelˈdan]
Μισθ.
εβαλντάν
[evalˈdan]
Μισθ.
αβελντέν
[avelˈden]
Μισθ.
αβαλντάν
[avalˈdan]
Μισθ., Τσαρικ.
α̈βα̈λντα̈́ν
[ævælˈdæn]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίρρ. evvelden = προηγουμένως, στο παρελθόν.
Παλιά, προηγουμένως
ό.π.τ.
:
Εβελντέν ντα κανείσια μπασκάγια ήταν
(Παλαιότερα οι άνθρωποι ήταν αλλιώτικοι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ιτό ζατι̂́ εβελντέν καργιά μ' ντεν το σήκωσε ητον
(Αυτό εξάλλου εξαρχής δεν το είχα ανεχτεί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Αβαλντάν μιά φορά τσ’ ένα καιρό τσ̑όουν ’να βασιλιάς
(Τα παλιά χρόνια μιά φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Τι να μποίκουμ', αβαλντάν ούτσ̑α χέκιξαμ'
(Τι να κάνουμε, παλιά έτσι κάναμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αβαλντάν, άμα πγίνιξις τζίαρα όμως, νιόδουσι σερνικός
(Παλιά όμως, άν έκανες τσιγάρα γινόσουν άντρας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αρχή :2, ζαμάνι :2