ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εβελντέν (επίρρ.) εβελντέν [evelˈden] Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. εβελντάν [evelˈdan] Μισθ. εβαλντάν [evalˈdan] Μισθ. αβελντέν [avelˈden] Μισθ. αβαλντάν [avalˈdan] Μισθ., Τσαρικ. α̈βα̈λντα̈́ν [ævælˈdæn] Αφσάρ. Από το τουρκ. επίρρ. evvelden = προηγουμένως, στο παρελθόν.
Παλιά, προηγουμένως ό.π.τ. : Εβελντέν ντα κανείσια μπασκάγια ήταν (Παλαιότερα οι άνθρωποι ήταν αλλιώτικοι) Ουλαγ. -Κεσ. Ιτό ζατι̂́ εβελντέν καργιά μ' ντεν το σήκωσε ητον (Αυτό εξάλλου εξαρχής δεν το είχα ανεχτεί) Ουλαγ. -Κεσ. Αβαλντάν μιά φορά τσ’ ένα καιρό τσ̑όουν ’να βασιλιάς (Τα παλιά χρόνια μιά φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Τι να μποίκουμ', αβαλντάν ούτσ̑α χέκιξαμ' (Τι να κάνουμε, παλιά έτσι κάναμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αβαλντάν, άμα πγίνιξις τζίαρα όμως, νιόδουσι σερνικός (Παλιά όμως, άν έκανες τσιγάρα γινόσουν άντρας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αρχή :2, ζαμάνι :2