ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εβδομάδα (ουσ. θηλ.) εβδουμάδα [evðuˈmaða] Μισθ. 'βδομάρα [vðoˈmara] Αραβαν., Γούρδ. 'βδουμάρα [vðuˈmara] Αραβαν. 'βντομάρα [vdoˈmara] Αραβαν. 'βντομά [vdοˈma] Φάρασ. ντομάδα [doˈmaða] Σίλ. ντομάdα [doˈmada] Σίλ., Φερτάκ. αβντομάδα [avdοˈmaða] Σατ., Φάρασ. οβδομάδα [οvðoˈmaða] Σινασσ. ογδομάδα [οɣðοˈmaða] Μισθ. ογδουμάδα [οɣðuˈmaða] Μισθ. ογντομάδα [οɣdοˈmaða] Μισθ., Φλογ. ογντομάdα [οɣdοˈmada] Φερτάκ. ογντουμάδα [οɣduˈmaða] Μισθ. ογντουμάdα [οɣduˈmada] Μισθ. ογντομάτα [οɣdοˈmata] Φλογ. 'γντομάdα [ɣdoˈmada] Μισθ. Πληθ. ογδουμάις [οɣðuˈmais ] Μισθ. Μεσν. ουσ. ἑβδομάδα, από αρχ. ουσ. ἑβδομάς. Ο τύπ. βδομάδα νεότ. με αποβολή του αρκτ. [e]. Ο τύπ. 'βδομάρα από νεότ. τύπ. 'βδομάδα με τροπή του [ð]>[r] (Κωστάκης 1968:39). Οι τύπ. εβντ-, ντ-, οβντ- και ογντ- με κλειστοποίση του [ð] > [d]. Για τους τύπ. ογδο-, ογντο-, ογντου- με ανομ. του [ð] > [ɣ] και με επίδρ. του καππ. τύπ. οφτά = εφτά. Ο τύπ. 'βντομά ως αποτέλεσμα της συστηματικής αποβολής του μεσοφωνηεντ. [ð] και απλοποίηση των δύο επάλληλων [a].
Εβδομάδα ό.π.τ. : Ντυό ογδουμάις (Δύο εβδομάδες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τ’ απάν’ ογδουμάδα έχουμ’ γάμους (Την ερχόμενη εβδομάδα έχουμε γάμο) Μισθ. -Κοτσαν. «Πήα στην Ελβετία», λέ', «Έκατσ̑α ’να ογδουμάδα» («Πήγα στην Ελβετία», λέει, «Έκατσα μιά εβδομάδα») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το έρχεταί μας το 'βντομάρα να σε γιολ-λανdι̂́σω παρέγια (Την εδβομάδα που μας έρχεται θα σου στείλω λεφτά) Αραβαν. -Φωστ. || Φρ. Τζυριού τσ̑η ντομάdα (Του τυριού την εβδομάδα˙ Την εβδομάδα της Τυρινής) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πισ̑ού η αβντομάδα (Η εβδομάδα των κομματιών ψωμιού μέσα σε λιωμένο βούτυρο με πετιμέζι˙ Η εβδομάδα της Τυρινής) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Κρα̈́του η αβντομάδα (Του κρέατος η εβδομάδα˙ Η εβδομάδα της Κρεατινής) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Τα 'μπρο η αβντομάδα (Η μπροστινή εβδομάδα˙ Η πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής μέχρι των Αγίων Θεοδώρων) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Μέγα/στερνό αβντομάδα (Μεγάλη/τελευταία εβδομάδα˙ Η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Συνών. Κυριακή