εγγίζω
(ρ.)
'γγίζω
[ˈɟizo]
Αραβαν.
'γγίνω
[ˈɟino]
Αραβαν., Γούρδ.
Αρχ. ρ. ἐγγίζω. Ο τύπ. ’γγίζω νεότ. με αποβολή του αρκτ. άτονου φων.