ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εγγίζω (ρ.) 'γγίζω [ˈɟizo] Αραβαν. 'γγίνω [ˈɟino] Αραβαν., Γούρδ. Αρχ. ρ. ἐγγίζω. Ο τύπ. ’γγίζω νεότ. με αποβολή του αρκτ. άτονου φων.
Αγγίζω ό.π.τ. : Μη το 'γγίεις (Μην το αγγίζεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. λαχαίνω, σαλεύω